- αναμεταδίδω
- μετ. (ре)транслировать;
αναμεταδίδω από το ράδιο ( — ре-) транслировать по радио
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναμεταδίδω από το ράδιο ( — ре-) транслировать по радио
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναμεταδίδω — αναμεταδίδω, αναμετέδωσα (σπάν. αναμετάδωσα) βλ. πίν. 186 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναμεταδίδω — μεταδίδω εκ νέου, κάνω αναμετάδοση … Dictionary of Greek
αναμετάδοση — η [αναμεταδίδω] η εκ νέου μετάδοση … Dictionary of Greek
αναμεταδότης — ο [ἀναμεταδίδω] τεχνολ. ενισχυτής ή άλλη διάταξη που λαμβάνει εξασθενημένα σήματα και εκπέμπει ισχυρότερα αντίστοιχα σήματα με ή χωρίς ταυτόχρονη μεταβολή τού σχήματος τών κυματομορφών. Οι αναμεταδότες μπορεί να είναι μονής ή διπλής κατευθύνσεως… … Dictionary of Greek